- επικυρώνομαι
- επικυρώνομαι, επικυρώθηκα, επικυρωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εκσφραγίζομαι — ἐκσφραγίζομαι (Α) 1. αποκλείομαι, κλείνομαι έξω 2. (για συμβόλαιο) είμαι σφραγισμένος 3. καταγράφομαι και επικυρώνομαι … Dictionary of Greek
προκυρώ — όω, Α (συν. το μέσ. και παθ.) προκυροῡμαι επικυρώνομαι προηγουμένως («διαθήκην προκεκυρωμένην ὑπὸ τοῡ Θεοῡ εἰς Χριστόν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κυρῶ «επικυρώνω, επιβεβαιώνω»] … Dictionary of Greek
υποκυρούμαι — όομαι, ΜΑ (δ. γρφ.) επικυρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κυρῶ, οῦμαι (< κύριος). Ο τ. αποτελεί δ. γρφ. αντί τού ἐπικυροῦμαι] … Dictionary of Greek